- Λεσβῶναξ
- Λεσβῶναξmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεσβώναξ — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φιλόσοφος από τη Μυτιλήνη της Λέσβου (1ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με το βυζαντινό λεξικό της Σούδας, ήταν πατέρας του ρήτορα Ποτάμωνα, ο οποίος έζησε στη Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Τιβέριου (14 37 μ.Χ.) … Dictionary of Greek
ЛЕСБОНАКС — • Lesbonax, Λεσβώναξ, 1. греческий ритор, живший во времена Тиберия. От него сохранились три незначительные речи на вымышленные темы: в одной из них говорящий убеждает афинян начать войну против фиванцев; в двух других… … Реальный словарь классических древностей
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek